- μεθυλεστέρας
- οχημ. συνοπτική ονομασία εστέρων τής μεθυλικής αλκοόλης με ανόργανα ή οργανικά οξέα (α. «βενζοϊκός μεθυλεστέρας» β. «θειικός μεθυλεστέρας» γ. «οξικός μεθυλεστέρας» δ. «σαλικυλικός μεθυλεστέρας»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολυμεθακρυλικός — ή, ό, Ν φρ. α) «πολυμεθακρυλικοί εστέρες» χημ. συνοπτική ονομασία μακρομοριακών ενώσεων που παράγονται κατά τον πολυμερισμό τών εστέρων τού μεθακρυλικού οξέος και τών οποίων κυριότερος εκπρόσωπος είναι ο πολυμεθακρυλικός μεθυλεστέρας και τα… … Dictionary of Greek
σαλικυλικός — ή, ό, Ν 1. χημ. ονομασία κατηγορίας χημικών ενώσεων 2. φρ. α) «σαλικυλική αλδεΰδη» χημ. κυκλική οργανική ένωση, φαινόλη και, συγχρόνως, αρωματική αλδεΰδη, άχρωμο ελαιώδες υγρό με οσμή πικραμυγδάλου, που χρησιμοποιείται στην αρωματοποιία, στην… … Dictionary of Greek
καπρονικό οξύ — Ονομασία κορεσμένου μονοκαρβονικού οξέος του τύπου CH3(CH2)4COOH. Είναι άχρωμο ή ελαφρώς κίτρινο ελαιώδες υγρό, αδιάλυτο στο νερό, διαλυτό στον αιθέρα· έχει ισχυρή όξινη γεύση, δυσάρεστη οσμήκαι σημείο βρασμού 205°C. Παρασκευάζεται με πολλές… … Dictionary of Greek